αστράφτω

αστράφτω
(αόρ. άστραψα) 1. αμετ.
1) сверкать (о молниях);

αστράφτει (ο ουρανός) — сверкают молнии;

2) перен. сверкать (о глазах, взгляде); сиять (о лиие);

αστράφτουν τα μάτια του από θυμό — его глаза сверкают от гнева;

τό πρόσωπο της αστράφτει από χαρά — её лицо сияет от радости;

3) блестеть, сверкать (о посуде, украшениях;
тж. чистотой);

τό δωμάτιο αστράφτει (από καθαρότητα) — комната блестит (чистотой);

4) απρόσ.:
μού (σού κ.λ.π.) άστραψε а) мне (тебе и т. д.) пришло в голову, на ум; μου άστραψε να φύγω мне внезапно пришло в голову уйти; б) мне (тебе и т. д.) досталось, выпало (о выигрыше и т. п.); του άστραψε μιά μεγάλη κληρονομιά ему досталось большое наследство; § άστραψε το φως μου (του, της κ.λ.π.) на минуту я (он и т. д.) ослеп (от удара); αν δεν αστράψει δεν βροντά без причины ничего не бывает; ΰστραψε η αλήθεια правда стала очевидной; 2. αμετ. ударить рукой; του άστραψε μιά (или ένα χαστούκι, ένα μπάτσο) он дал ему пощёчину (оплеуху)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "αστράφτω" в других словарях:

  • αστράφτω — αστράφτω, άστραψα βλ. πίν. 15 (και ως απρόσ. αστράφτει) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αστράφτω — αψα 1. βγάζω αστραπές: Πάλι άστραφτε χτες τη νύχτα. 2. λάμπω, γυαλίζω, λαμποκοπώ: Τα έκανες τα μπρούντζα κι αστράφτουν. 3. δίνω χτύπημα: Του άστραψε ένα χαστούκι που είδε τον ουρανό με τ άστρα. 4. «αστράφτω και βροντώ», βρίσκομαι στις δόξες μου,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αστράφτω — (AM ἀστράπτω) 1. απρόσ. αστράφτει φαίνεται αστραπή στον ουρανό 2. (προσ.) ρίχνω αστραπές, αστραποβολώ («αυτός π αστράφτει και βροντά και συννεφιά και βρέχει», «Οὐλύμπιος ἤστραπτεν, ἐβρόντα», Αριστοφ.) 3. λάμπω σαν αστραπή («αστράφτει το σπίτι… …   Dictionary of Greek

  • αστράπτω — αστράφτω* …   Dictionary of Greek

  • αμαρύσσω — ἀμαρύσσω (Α) (ενεργ. και μεσ.) αστράφτω, λάμπω, σπινθηροβολώ, ακτινοβολώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ προθεματικό και θ. μαρ (πρβλ. μαρμαίρω «φωτίζω, αστράφτω») + επίθημα ύσσω (πρβλ. θωΰσσω «γαβγίζω»). ΠΑΡ. αρχ. ἀμάρυγμα αρχ. μσν. ἀμαρυγή μσν. ἀμάρυξις] …   Dictionary of Greek

  • γανώ — γανῶ ( άω) (Α) 1. (για μέταλλα) λάμπω, αστράφτω 2. (για ανθρώπους) λάμπω από χαρά 3. (για φυτά) θάλλω («νάρκισσον γανόωντα», Όμ.) 4. γυαλίζω, στιλβώνω κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού γάνυμαι*, με θέμα που λήγει σε έρρινο, αλλά χωρίς την… …   Dictionary of Greek

  • επαστράπτω — ἐπαστράπτω (Α) 1. αστράφτω πάνω σε κάτι ή απλώς αστράφτω («ἐνίοις ἐπήστραψε δεξιόν», Πλούτ., «σπινθῆρας ἐπαστράπτουσα», Νόνν.) 2. λάμπω …   Dictionary of Greek

  • στράφτω — Ν αστράφτω («κάθεται σα ζγουραφιστός και στράφτει μέσ στα κάλλη» Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < αστράφτω, με σίγηση τού αρκτικού α (πρβλ. αστραπή: στραπή)] …   Dictionary of Greek

  • συνεκλάμπω — ΜΑ αστράφτω, ακτινοβολώ μαζί με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκλάμπω «αστράφτω, ακτινοβολώ»] …   Dictionary of Greek

  • άστραμμα — το [αστράφτω] η αστραπή …   Dictionary of Greek

  • αΐσσω — ἀΐσσω και ἄσσω (αττ. ᾄττω ή ἄττω) (Α) Ι. ενεργ. 1. (για κάθε απότομη ή βίαιη κίνηση) (και ως μέσο) κινούμαι ορμητικά, εκσφενδονίζομαι, εξακοντίζομαι, ορμώ, ρίχνομαι 2. εκπέμπω λάμψη, λάμπω, αστράφτω όπως το φως 3. (για οξύ πόνο) διαπερνώ,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»